- ὁποσαχῇ
- ὁποσ-ᾰχῇ, Adv.A in as many ways as . . , X.Cyn.6.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οποσαχή — ὁποσαχῇ (Α) επίρρ. 1. με οσουσδήποτε τρόπους 2. (με το αορστλ. ἄν και υποτ.) με οσουσδήποτε τρόπους και αν («ὁποσαχῇ οἷόν τ ἂν ᾖ τοὺς τόνους τῆς φωνῆς ποιούμενον», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. αλλ… … Dictionary of Greek
ὁποσαχῇ — in as many ways as . . indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)